Friday, May 11, 2007

σ...

Πάντα υπέφερα από τον πυρετό που υποδαυλίζει μέσα μου η πίστη σε μιαν ιδανική επικοινωνία που θα θεράπευε τον γλωσσικό διχασμό, όσο και στο ότι η γλώσσα, είτε ανήκε στους αγγέλους και στα πνεύματα του δάσους είτε στον υπόκοσμο της πιάτσας είτε στα έγγραφα της Διοίκησης, πάντως δεν προοριζόταν να γίνει το μέσον που θα κυριαρχούσε στις φυσικές δοσοληψίες της κοινότητας.

Περίπου όπως το σαλόνι (ή το υπόγειο) ενός σπιτιού δεν ήταν ανοιχτό στις καθημερινές χρήσεις της οικογένειας.

Έτσι εδώ, Ο μέρμηγκας έχει το θάρρος (στα κλασικά ελληνικά) , να αποτύχει.

Έχω φτάσει στο τέρμα.

Για την ώρα έχω στερέψει, έχω φτάσει στην πίσω πόρτα.

ΥΓ. Θα έπρεπε τώρα, ιδεωδώς, να ξαναρχίσω επιστρέφοντας στο σημείο όπου είχα ξανασωπάσει .
Και όλα μέσα μου δείχνουν ότι δεν θέλω.

Γιατί είναι ακόμη αισθητός ο τρόμος του μοντερνισμού, ο τρόμος απ' την εισβολή του ψυχολογικού υποκειμένου, δηλαδή μιας ζωής όπου τα συναισθήματα δεν εγγράφονται σιβυλλικά στην άκρη του αιτήματος σαν απουσίες αλλά διαγράφονται στο στόχαστρο της ανάλυσης.

Tuesday, April 03, 2007

Και φέτος Πάσχα.

Πέρασμα δηλαδή, αφού Πάσχα σημαίνει πέρασμα.
Περνάμε λοιπόν και φέτος στα επόμενα του διαρκούς χαρμόσυνου αγγέλματος, που ωστόσο "κανένα στόμα δεν το $βρε και δεν το $πε ακόμα": Χριστός Ανέστη.
Αληθώς ο Κύριος.
Πότε;
"Κανένα στόμα δεν το $βρε και δεν το $πε ακόμα".
Χρόνια πολλά.
Να ζήσουμε χρόνια πολλά ψάχνοντας μήπως και βρούμε το πότε ανέστη ο Κύριος.
Να ζήσουμε χρόνια πολλά προστατεύοντας -και όχι σκοτώνοντας- τους νεογέννητους ποιητές και να ψάξουμε μαζί τους στα έγκατα και στα ουράνια για την εγκατάσταση του ανθρώπου μέσα στην Ανάσταση που θα σημάνει και πάλι την αρχή της Ιστορίας, ύστερα από τόσες και τόσες αποκαθηλώσεις, ύστερα από τόσες και τόσες σταυρώσεις έτη και έτη εν ειρήνη.
Έτη και έτη ανυποψίαστων ανθρώπων, που είναι θηρία αγνοίας.
Χριστός Ανέστη.

Εν μέσω εγκλημάτων.


Χρόνια πολλά.
Πολλά χρόνια.
Ως κατακλυσμός εν αντιθέσει προς το χύδην.
Ως αναβαθμός ερωτημάτων ισαξίων και ισαπόστολων μηνυμάτων;
Αναστάς ο Χριστός.

ΥΓ. Αλλά υπήρξε και ο Ηράκλειτος.
Που οργάνωσε τον χρόνο ως τόπο ανθρώπων.
Οργάνωσε το χύδην ώστε πρόβλεψε την Ανάσταση.
Τον Άλλον Άνθρωπο, τον Αναστάντα νεκρόν.



Και του χρόνου.

Tuesday, March 27, 2007

λουτρό λέξεων

Ζούμε σ' ένα λουτρό λέξεων.
Εκτός γλώσσας.
Εκτός γενέθλιου τόπου των ιδεών, αφήνοντας να καθιδρύεται ένα έκτρωμα της επικοινωνίας με λέξεις κούφιες, αφού χωρίς ιδέες επικοινωνία δεν
υπάρχει.
Και ξεχνώντας ότι, χωρίς επικοινωνία, κοινωνία δεν υφίσταται.
Δεν μιλώ για γραμματικά ή συντακτικά λάθη.
Ούτε για δαιμονολογίες περί λεξιπενίας.
Μιλώ για το έδαφος και το υπέδαφος της ιστορίας μου που χάνεται μέσα σε "άψογο" συντακτικό ταπεινών νοημάτων.
Μέσα στα ταπεινά νοήματα χάνονται οι λέξεις -αυτή η αλυσίδα παραγωγής ελεύθερων ανθρώπων- και όχι από την λάθος χρήση τους.
Γι' αυτό λέω ότι ζούμε σ' ένα λουτρό λέξεων.
Που παράγουν εμπορεύματα αντί να παράγουν αληθινούς ανθρώπους. Αληθινούς και όχι πολιτικώς ορθούς.
Λέξεις που παράγουν ανθρώπους που δεν ξέρουν ότι θέλουν την υποταγή. Που θεωρούν φυσιολογικό να τρέχει το αίμα από τις φλέβες τους και να χάνεται ανεπίδοτο, αλλά μαζί και σκληρότατο αντίτιμο, για ένα καινούργιο σπιτάκι.
Ενα καινούργιο κέλυφος της ανυπαρξίας.
Δεν είναι κίνδυνος που έχουν ξεχάσει το νόημα ανέστιος ή εφέστιος.
Αλλες λέξεις θα είχαν ανακαλύψει αν το είχαν ανάγκη.
Κίνδυνος είναι που δεν έχουν ανάγκη λέξεων και κλείνονται στο σπίτι τους και βλέπουν τους άλλους ως χρωματικές κηλίδες.
Και θέλουν να είναι χωρίς φωνή, αδαείς δηλαδή και θέλουν να είναι αθώοι. Χωρίς θεό.
Μόνο με τον εαυτό τους.
Ασφαλείς.
Και δεν το ξέρουν πως όταν χάνεις τις λέξεις σου χάνεις και τον
διπλανό σου.
Που, όμως, χωρίς αυτόν ασφάλεια δεν υπάρχει.
Κίνδυνος είναι, λοιπόν, το να επιλέγουν να ζήσουν μέσα στο λουτρό των λέξεων μιας άηχης ελευθερίας.
Χωρίς ένα σφύριγμα μέσα στη νύχτα.
Χωρίς ένα σύνθημα μέσα στον έρωτα εφάπαξ και ποτέ άλλοτε.
Αν όμως μια φορά είναι η ζωή μας, μια φορά είναι και οι λέξεις
μας.
Τις κληρονομήσαμε για να τις κληρονομήσουμε.
Περιουσία που πρέπει να την αυγατίσουμε για να τελειώσει κάποτε, ωραία, ο χρόνος.
Μια εφάπαξ ευκαιρία.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, ο καθένας ζει στο ζωτικό ελάχιστο του όλου χρόνου.
Και έτσι δεν έχει χώρο για λουτρό λέξεων.
Δεν έχει χώρο να σπαταλήσει το αίμα του.
Δεν έχει καν αυτό το δικαίωμα.
Πρωτίστως απέναντι στον εαυτό του.

Tuesday, March 20, 2007

Ο στρατηγος

Σιωπή. Η απέραντη σιωπή των νεκρών. Καλημέρα σας. Ένας στρατηγός διηγείται παραμύθια σ' ένα απέραντο νεκροταφείο παιδικών τάφων. Σιωπή. Το νεκροταφείο των παιδιών είναι μακριά, πολύ μακριά, σε τόπο παραδείσιο. Μόνο δέντρα και πουλιά. Τίποτε άλλο δεν ακούγεται. Είναι ο ήχος της σιωπής. Τα πουλιά που και που κουτσουλάνε τη στολή του στρατηγού, καθώς διηγείται παραμύθια στους τάφους των παιδιών. Ο στρατηγός δεν πτοείται~ μάλλον το χαίρεται. Είναι τα νέα του παράσημα επάνω στη μεγάλη στολή. Χαίρεται ο στρατηγός, ο απόστρατος, τα νέα παράσημα μιας ειρήνης του νεκροταφείου και λέει παραμύθια στους τάφους των νεκρών παιδιών. Και όπως σε όλα τα παραμύθια αρχίζει με το "μια φορά κι έναν καιρό". Και οι τάφοι των νεκρών παιδιών ακούνε με άκρα προσήλωση, γιατί ούτε στα παραμύθια οι τάφοι των νεκρών παιδιών μπορούν να μετακινηθούνε λίγο παραπέρα, για να μην ακούνε τα παραμύθια του στρατηγού που έγιναν μόνο για μια φορά και μόνο για έναν καιρό. Τα νεκρά παιδιά είναι εκεί. Με παραδείσια ηρεμία. Και ακούνε ένα στρατηγό να τους λέει παραμύθια. Κι ο στρατηγός - καλός παππούς, απόστρατος πια, παρηγορεί νεκρά παιδιά με παραμύθια. Δεν είναι κακός, ποτέ δεν ήταν κακός. Κι αν πήγε σε κάτι που το λέγαν πόλεμο, ήταν επειδή τον έπεισε η κατοχή και ο διωγμός των Γερμανών να περάσει στην Μέση Ανατολή .
Ήταν αθώος ο στρατηγός.
Γι' αυτό λέει παραμύθια στο απέραντο νεκροταφείο των παιδιών, με τα παράσημα των πολέμων του και με τα παράσημα των πουλιών.
Διότι πάντοτε έτσι συμβαίνει με τους στρατηγούς: παρασημοφορούνται διαρκώς και αδιαλείπτως. Και γύρω σιωπή. Μόνο από μακριά φαίνονται οι πλάτες της στρατιωτικής μπάντας που κάποτε επαιάνισε την παρασημοφόρηση και τώρα απομακρύνεται αδιάφορη, έχοντας τα όργανα τα χάλκινα μέσα στις θήκες του χρονοβόρου χρόνου, που κι αυτός με τη σειρά του φεύγει για να αφήσει τον στρατηγό μονάχο του μέσα στην Ιστορία.

Κι ο στρατηγός είναι μόνος του μέσα στην Ιστορία.
Μέσα στο απέραντο παραδείσιο νεκροταφείο των παιδιών. Με τόσα πουλιά και τόσα δέντρα. Μέσα σε τόση προκλητική αθωότητα.
Ο στρατηγός χαμογελάει.
Τέτοια πληρότητα ποτέ του δεν την είχε φαντασθεί. Τέτοια πραγματικότητα ούτε στον δικαιότερο πόλεμο δεν είχε φαντασθεί. Τέτοια γαλήνη ενός απέραντου ταφείου νεκρών παιδιών όπου μονάχα δέντρα και πουλιά ταράζουν τη γαλήνη της πληρότητας. Ούτε σημαίες, ούτε διαταγές, ούτε θόρυβοι μάχης. Τίποτε εδώ. Γαλήνη.
Έτσι πρέπει.
Γιατί έτσι επιστρέφουμε εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε.
Ξεκινήσαμε με ασκήσεις επί χάρτου και καταλήγουμε σ' ένα νεκροταφείο παιδιών που είναι αποτέλεσμα επί χάρτου. Ο στρατηγός είναι χαρούμενος.
Το κάθε παιδί είναι στη θέση του. Στον τάφο. Δεν γίνεται να μετακινηθεί σ' αυτό το παραδείσιο τοπίο και να συνομιλήσει με το διπλανό παιδί.
Καλά παιδιά μέσα στους τάφους.
Ο στρατηγός -παρ' ότι μόνος- χαμογελάει.
Έκανε το καθήκον του.
Τα παιδιά δεν θα ενοχλήσουν τους μεγάλους.
Δεν θα κάνουν ποτέ "πόλεμο των κουμπιών". Τα παιδιά. Τα παιδιά μας. Τα νεκρά παιδιά. Τα πιο ωραία παιδιά. Δεν θα χρειαστεί να τα μαλώσουμε. Δεν θα έχουν άδικο ποτέ. Ούτε και δίκιο. Ο στρατηγός δεν το ξέρει.





Μια φορά κι έναν καιρό έχει την ευκαιρία ο στρατηγός και την εκμεταλλεύεται. Μια φορά κι έναν καιρό, δεν ξέρει.
Και τους λέει παραμύθια, όλο και πιο πολύ παρασημοφορημένος από τις μπάντες των πουλιών.

Λέει ο στρατηγός: Να είστε καλά παιδιά. Να τρώτε το φαί σας τα βράδια. Να παίζετε με το χώμα που σας σκεπάζει.
Να κρατάτε την αναπνοή σας στους επόμενους πολέμους, μπορεί και να σωθείτε.
Να κρατάτε τους τάφους σας κλειστούς, μη δίνετε το παιχνίδι σας σε άλλα παιδιά, θα πεθάνουν κι αυτά, δεν έχουν ανάγκη.
Μη θυμάστε. Ο θάνατος δεν θυμάται, όποιος ατακτεί τιμωρείται.
Να κοιμάστε γλυκά. Όνειρα γλυκά, λέει ο στρατηγός στο απέραντο νεκροταφείο των παιδιών. Καλημέρα σας.

Friday, March 02, 2007

"Μια δειλή πράξη σου σε κάνει να πεθαίνεις..."

Προσπαθώ να φαίνομαι ήρεμος
Να μοιάζω με τους άλλους.
Κι είναι στιγμές που το κατορθώνω.
Όμως τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Οι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο μου.

Monday, February 26, 2007

Απλώς ρωτάω.


Μέσα στον πυρετό μου έβλεπα από το παράθυρο συνέχεια τις λεύκες της γειτονιάς μου.
Έτσι γυμνές από φύλλα και μέσα στο θόρυβο.
Απλώς ένα σύνολο ξύλου ανεπτυγμένου, που μοιάζει ότι δεν πάει πουθενά.
Αναίτιο ξύλο, να μεγαλώνει μέσα του, το από κάτω νερό της πόλης.
Γιατί περνάει νερό κάτω από τις λεύκες.
Που παραμένουν λεύκες μέσα στο γκρίζο των ημερών.

Κρατώντας ακόμη και τώρα κάτι κίτρινα φυλλαράκια σαν σημαιούλες ενός καλοκαιριού που πέρασε ανεπιστρεπτί και μια ζέστη που πάγωσε, δείχνοντας τώρα πια μονάχα την κατεύθυνση του ανέμου.
Επιμένουν. Δεν πέφτουν.
Κυματίζουν, αλλά κανένας δεν ακολουθεί σημαίες εκλιπόντος φωτός.
Κάτι λεύκες ασήμαντες είναι, άλλωστε.
Τι να σου κάνουν και οι λεύκες.
Ξύλα από νερό και άνοιξη.
Κάπως σαν αποσιωπητικά του χειμώνα.
Τέτοιες είναι οι λεύκες της γειτονιάς μου, όπως όλες οι λεύκες που βρίσκονται στα διαζώματα των δρόμων.
Μικρές συστάδες εγκατάλειψης και αναπεπταμένων σχημάτων, σχεδόν αναίτια.
Το έδαφος δεν φαίνεται και ο ουρανός χαμηλός.
Οι λεύκες δεν συντελούν στο τοπίο. Σιγά σιγά καταβυθίζονται στο παρόν.
Δεν παρεμβαίνουν. Προσπαθούν να υπάρξουν με φόβο. Τέτοια σχήματα, ασήμαντα.
Ούτε δασώδη ούτε σχήματα μιας ενάλιας δόξας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λεύκες της γειτονιάς μου διδάσκουν το ενδόξως ασήμαντο. Αυτό που πάει μακριά μέσα στο χώμα και υψώνεται στον ουρανό χωρίς να το βλέπει κανείς. Ένα σχήμα για να συντηρεί το περιβάλλον, σχήμα που διαρκώς και αγριεύει.
Το κινητό και το ακίνητο περιβάλλον.
Το ακίνητο παλιώνει γρήγορα, ασχημαίνει γρήγορα, γερνάει γρήγορα.
Το κινητό προσπερνάει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο βιαστικά, όλο και πιο ηχηρά.
Και οι λεύκες δεν έχουν τη δυνατότητα να αντηχήσουν.
Είναι εκεί. Γλυπτά σε μια ζωφόρο κίνησης.
Όπως όλα τα ασήμαντα πλάσματα της ζωής σου.
Που τα προσπερνάς για να περάσεις απέναντι.
Χωρίς να ξέρεις ότι η ομορφιά, όταν δεν την βλέπεις, σε καταβάλλει.
Και φτάνεις σ' αυτό, το τόσο κοντινό "απέναντι", κουρασμένος.
Λες και έχεις διασχίσει μια τεράστια απόσταση τρέχοντας.
Λες και χάθηκε ο προορισμός της βιασύνης κάπου στη διαδρομή.
Εκεί ακριβώς όπου φυτρώνουν οι λεύκες της γειτονιάς μου.
Στη μέση της διαδρομής. Στην κοίτη του δυσανάγνωστου νερού.
Κι εσύ γίνεσαι αναλφάβητος, αφού αρνείσαι να κοπιάσεις για την ανάγνωση της ομορφιάς.
Όμως κάποτε ο χειμώνας περνάει και οι λεύκες της γειτονιάς μου είναι πάντοτε εκεί, όπως όλα τα ασήμαντα πλάσματα.
Θριαμβεύουν με ένα λεπτό χνούδι που γεμίζει τον αέρα.
Κυματίζουν με καινούργια φυλλώματα.
Ανασαίνουμε ίσκιο. Στ' αλήθεια ανασαίνουμε;
Αν δεν μπορούμε να ψελλίσουμε το χνούδι, αν δεν μπορούμε να ψελλίσουμε το ασήμαντο που συντηρήθηκε με αγωνία, πώς είναι δυνατόν να ανασαίνουμε;
Απλώς ρωτάω.

Friday, February 09, 2007

Delete








Απόκριες έτσι για να μπορούμε να μεταμφιεζόμεθα προσπαθώντας να ξεχάσουμε τα άμφια της κάθε ημέρας.
Για να μπορούμε να χαιρόμαστε και να χοροπηδάμε ξεχνώντας, αφού το δικαίωμα στη χαρά ανήκει στα θεμελιώδη κεκτημένα και μην τυχόν και το πειράξει κανείς.
Από εδώ περάστε.
Εδώ οι καλές στολές.
Διαλέγετε από μια γκάμα εκατόν σαράντα επιλογών.
Μα όχι από 'κει, από 'δω περάστε: Εμείς έχουμε τις καλύτερες μουτσούνες. Και Χριστόδουλο και Σημίτη (με κάτι ελιές σαν κάστανα) και Μητσοτάκη και Καραμανλή και Ψωμιαδη και ότι επιθυμεί η ψυχή σας.
Εκδικηθείτε.
Την ίδια σας τη σιωπή προπάντων εκδικηθείτε.
Δώσε ότι θες. Ύστερα από έξι μήνες σε τριάντα έξι δόσεις ατόκως. Δεν θέλουμε τόκο. Τη χαρά θέλουμε να τοκίσεις. Τη χαρά που πρέπει να συμβεί τώρα. Πλήρωσε μετά. Ντύσε και τα παιδιά βεβαίως. Ντύσε τα ζεστά μέσα στη μεταμφίεση και στην οργανωμένη χαρά. Αυτά κι αν πληρώσουν αργότερα... Ατόκως.
Γι' αυτό άσε τα παιδιά να χαρούν. Τώρα. Τώρα πρέπει. Άσε να είναι ίδια με τα άλλα παιδιά. Έχουμε χιλιάδες στολές. Για όλα τα παιδιά. Μόνο για τα νεκρά παιδιά του Ιράκ δεν έχουμε στολές, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το παιδί σου πρέπει να είναι το ίδιο με τα άλλα παιδιά, γιατί δεν έχεις καιρό να του εξηγήσεις. Ούτε στον εαυτό σου έχεις καιρό να εξηγήσεις. Άστο σε μας. Εμείς είμαστε η χαρά. Σε ταχτά διαστήματα. Αλλιώς θα χρειαζόταν χρόνος και καιρός να εξηγήσεις στο παιδί σου (και στον εαυτό σου) το τι εστί χαρά. Το τι εστί μεταμφίεση. Δεν έχεις χρόνο. Εμείς τον κερδίζουμε για χάρη σου. Ατόκως. Μας φτάνει η ζωή σου. Ατόκως επίσης.
Λοιπόν, τώρα πρέπει να χαρείς. Να ξεχάσεις. Κυρίως να ξεχάσεις ότι έχουμε ανάγκη τη χαρά σου. Τώρα, που πέφτει το μεταμφιεσμένο χρηματιστήριο όλων των αξιών, έχουμε ανάγκη από τη χαρά σου. Έχουμε ανάγκη από τις ανάγκες σου. Ξέχνα. Πλήρωσε. Το "ξέχνα" και το "πλήρωσε" είναι προσφορά του μαγαζιού με δωρεάν σύνδεση στο διαδίκτυο για τουλάχιστον ένα χρόνο. Ώς την επόμενη Αποκριά. Αν ως τότε είσαι καλός χρήστης της χαράς, έχουμε δωρεάν μεταμέλεια σε θανάτους εντός και εκτός.
Το "πακέτο" σε συμφέρει.

Υπό έναν όρο: να μην ντύσεις το κοριτσάκι σου "Λότε της Βαϊμάρης" του Τόμας Μαν.
Να μην επιστρέψεις ως μεταμφιεσμένος χρόνος για να συναντήσεις τον Γκαίτε.
Να μην επιστρέψεις στον χρόνο με ρυτίδες και αρώματα και τούλια ονείρου.
Να μη γίνεις επικίνδυνος για τον φασισμό της χαράς.
Πρόσεχε, γιατί η ανθρωπότητα προόδευσε.
Δεν υπάρχει Άουσβιτς.
Αρκεί ένα delete στον κομπιούτερ.

Tuesday, January 30, 2007

Ενα σταχυ ύπαρξης


ΠΟΥ το είχα ακούσει αυτό;
Και ποιο ήταν αυτό που είχα ακούσει; Κάτι για χαρά έλεγε μέσα στη νύχτα.
Κάτι όμως που άφηνε χώρο ελεύθερο για να υπάρξει η λύπη.
Και γύρω γεγονότα ελεύθερα. Προσπαθώ να θυμηθώ και προσπαθώ να θυμηθώ γιατί ξέχασα.
Μπορεί -παλιά συνήθεια- να με συνεπήρε κάποιο τραγούδι ή τα μάτια μιας γυναίκας να με ξάφνιασαν.
Μπορεί πάλι να ήταν ο θόρυβος των γεγονότων.
Εντύπως και ατύπως.
Διαβάσματα που σε οδηγούν σε άλλα διαβάσματα, προσπαθώντας να ανακαλύψεις τον πολιτισμό του χρόνου: τη βραδύτητα.


Δηλαδή την ηδύτητα της άφεσης για να φτάσεις στον προορισμό σου.
Μέσα λοιπόν σ' αυτή τη διαδικασία κάτι είχα ακούσει. Φτεράκισε και χάθηκε. Και ίσως γι' αυτό το κάτι να υπήρξε.
Για να χαθεί.
Οπως όλα τα ανεπαίσθητα δράματα της ζωής μας.
Οπως όλα τα μικρά χαρτάκια σημειώσεων που δεν θα ταχυδρομήσουμε ποτέ.
Δεν χρειάζεται. Υπάρχουν για να μην ταχυδρομούνται.
Για να τα διαβάζεις μια Κυριακή πρωί και να ξεκουράζεσαι. Ως εκεί.Εκεί, με μια τελεία μέλλοντος που σου αξίζει.
Βαδίζεις, περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
Ακόμη κι εκεί βαδίζεις προς το μέλλον.
Σε περιμένουν.
Μην ακούς ότι το μέλλον έχει τελειώσει. Ψέματα.
Τέτοια λόγια λένε όσοι θέλουν να σε απελπίσουν και να βγάλουν τα ενάλια χαλίκια από την όρασή σου. Ψέματα.
Τέτοια λόγια λένε όσοι θέλουν να ξεριζώσουν το στάχυ που φροντίζεις, για να φαίνεται ο άνεμος.
Εναν άνεμο είχα ακούσει, ναι!
Αυτό είχα ακούσει.
Κοίταζα το δικό μου στάχυ και ανάσαινα. Ενα και μόνο. Σχεδόν κανένα. Αλλά ήταν.
Και είναι.

Εδώ, με μια θάλασσα ολόκληρη, απόηχους τραγουδιών και ίχνη λευκής αποδημίας.
Οχι λευκής, ολόλευκης. Για να μπορείς να γράψεις τη ζωή σου σ' εκείνα τα μικρά χαρτάκια σημειώσεων που λέγαμε.
Που δεν θα τα ταχυδρομήσεις ποτέ.

Αλλωστε τι μπορείς να ταχυδρομήσεις σε ένα στάχυ; Το πολύ τον ίδιο του τον άνεμο που σε συνεπήρε. Και τον άλλο άνεμο, της ομορφιάς, που θα σε πάει πιο κάτω. Στο γκρεμό του αόρατου.

ΥΓ. Επανέρχομαι, αλλά δεν συνέρχομαι.
Φροντίζω ένα στάχυ ύπαρξης. Ξέρω ότι δεν είναι αειθαλές. Ξέρω όμως ότι μπορεί να το κάνω επιθαλάμιο και να ψιθυρίζει.
Να ψιθυρίζει αυτό που άκουσα και ξέχασα. Να ψιθυρίζει ολόκληρο το άπειρο μέσα σε μια στιγμή.
Να ψιθυρίζει όσα δεν είπα. Και να ανασαίνει το μυαλό μου από ελπίδες λήθης. Από μια λήκυθο -κι αυτή ολόκληρη- φενάκης.

Τίποτα δεν χαρίζω σ' αυτόν που τα θυμάται όλα, για να εκδικηθεί, ο πάμπτωχος. Εγώ ζω μέσα σε πολυτέλεια:
Φροντίζω ένα στάχυ και ίσως να μάθω κάποτε τι έχει να μου πει.

Tuesday, January 16, 2007

ΘΑ ήθελα πολύ να μιλήσουμε

ΘΑ ήθελα πολύ να μιλήσουμε.
Να σχεδιάσουμε πλεύσιμα σχήματα.
Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε για την Ηθική που σε ωθεί προς τον Βερίγειο Πορθμό και πουθενά αλλού. Θα μπορούσαμε να εμπιστευθούμε την πιο τρελή μας σκέψη σε μια στάλα λεμόνι.
Καθώς το φως θα πέφτει χωρίς να εκπίπτει, πολλά θα μπορούσαμε να πούμε. Χαρίζοντας, βεβαίως, τη σιωπή στη σιωπή.Πολλά θα ήθελα να πούμε, χαρίζοντας το λευκό μέσα στο λευκό και μια φωνή να ακκίζεται με τον εαυτό της από πολύ μακριά.
Γύρω βουνά για τον αντίλαλο.
Γύρω θάλασσα για το βυθό.
Μόνο ένα κύμα επάνω στον ουρανό και ένα σύννεφο αντικατοπτρισμού.
Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε.
Με τις λέξεις που μας έχουν στερήσει.
Να βαδίσουμε προς την ομιλία με όλες τις προστακτικές του μέλλοντος. Αυτές, τις χωρίς εσωτερικές αυξήσεις. Που είναι αυτές;Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε για ένα παιδί μ' ένα μπουκέτο λουλούδια κι ένα τραγούδι στα χέρια του.
Δεν τραγουδάει. Και θα ήθελα πολύ να μάθουμε μαζί πώς γίνεται αυτό το τραγούδι.
Σε ποια πληγή του νου.
Ξέρουμε καλά τις εκβολές, αλλά όχι τις πηγές.
Τις πηγές να μάθουμε, τα λευκά φορέματα των αληθεύσεων και ίσως κάποιων τραγουδιών. Με φως απαλό.- Βλέπεις;- Δεν απαντώ.Θα απαντήσω στον απόηχο των γεγονότων. Εκεί. Θέλω πολύ να απαντήσω. Αλλά σε ποιον; Σ' εκείνον που φεύγει. Και σ' εκείνον που έρχεται; Σ' εκείνον που είναι πάντοτε εδώ; Σε ποιον; Το ερώτημα είναι εδώ και είναι όμορφο σαν τραγούδι. Θέλω να πω ότι στα τραγούδια δεν απαντάμε. Απλώς τα τραγουδάμε. Κι έρχεται ο ύστερος χρόνος για να τα υποστηρίζει με μάτια αγίων της διπλανής μας ζωής. Που θα θέλαμε πολύ να τη μιλήσουμε. Και να την κλείσουμε σ' ένα μελωδικό κουτί, ζείδωρο και βυθισμένο στον ουρανό.
Προσοχή: τώρα περνάνε οι Ποιητές. Αυτοί δεν ομιλούν. Εμείς θα θέλαμε πολύ να μιλήσουμε.
Μπορεί για μια γυναίκα.
Προλαβαίνουμε να μιλήσουμε;
Προλαβαίνουμε. Αλίμονό μας αν δεν προλάβουμε.
Το χνούδι από το κορμί σου τρέχει καθώς το ζωγραφίζω. Η άχνα από την ανάσα σου φεύγει, αν δεν την κάνω σιωπή.
Προλαβαίνουμε. Συντελούμε στο αχανές για να μην τελειώσει.Κι όλα αυτά, επειδή θα θέλαμε πολύ να μιλήσουμε.
Περισσότερο για μια σημαία που κυμάτιζε μονάχα με βροχή.
Λιγότερο για το κορμί που μας έστερξε και περισσότερο για το παιχνίδι που θα μας πήγαινε στο παραπέρα του θανάτου.
Στο λίγο πιο κει του έρωτα.Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε.
Μπορούμε;

Με μια λέξη ακόμα.;

Thursday, January 11, 2007





Έρχονται κάτι απογεύματα περίεργα μέσα στον χειμώνα. Κάτι ολόφωτα απογεύματα, όπου όμως το φως δεν είναι θρίαμβος. Αυτό το φως του χειμωνιάτικου απογεύματος που μοιάζει να θέλει να μην ξεφύγει από τον πόνο των συνανθρώπων. Καθόλου ίδιο με τον ορυμαγδό φωτός που συμβαίνει το καλοκαίρι. Τότε εξακοντίζεσαι. Ενώ με το πάμφωτον ενός χειμωνιάτικου απογεύματος θυμάσαι. Θυμάσαι το πρόσκαιρον και το στιγμιαίον του φωτός. Της ζωής της ίδιας. Ακόμα και ο Ηράκλειτος ακούγεται ως λυπημένη εγκαταβίωση: "Όνομα μεν ζωή, έργον δε θάνατος". Γιατί δεν συνεπαίρνει αυτό το φως. Αφίεται στο λίγο της ζωής του, γνωρίζοντας πως αύριο θα βρέξει και ο ουρανός θα κατεβεί χαμηλά, σχεδόν μέσα στο σπίτι για να πει τη σταγόνα του επάνω στο σώμα που φαντασθήκαμε ότι έχουμε ακόμα περισσότερο~ ότι το σώμα επειδή είναι δικό μας, μας ανήκει απολύτως. Το φως ετούτο αποκαλύπτει το ψεύδος της αυτοδιάθεσης του σώματος. Και την επάρκεια, επομένως, της εγκατάλειψης. Σε κάνει να θυμάσαι, αυτό το φως, ακόμα και γεγονότα που δεν έζησες. Σε κάνει να θυμάσαι την "Εικόνα στο χαλί" εκείνης της "Λόττε" που πήγαινε προς τη "Βαϊμάρη" περνώντας από τους πρόποδες του "Μαγικού Βουνού" για να συναντήσει το "Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία" ως έξοδο κινδύνου από το "Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι". Τη συνάντησε; Δεν ξέρουμε. Ποτέ δεν ξέρουμε μέσα στο φως ενός χειμωνιάτικου απογεύματος. Να φαντασθούμε μπορούμε μονάχα τη Λόττε, να συναντά τους "Μπούντεμπροκ" σ' ένα "Πανδοχείο των απομάχων" σε μια "Χώρα του χιονιού".
Και να της διηγούνται "Ελεγεία και σάτιρες" και την "Ιστορία του ξένου και της λυπημένης" και για το πώς ο ξένος συνάντησε τους "Αδελφούς Καραμαζώφ" εκεί "στα ξένα", ακριβώς στον "Ροδώνα με τους χωροφύλακες", σαν άλλος "Κύριος Φογκ" που ποτέ δεν έφυγε από τη θέση του, παρά "ως έλαφος των άστρων" παρέμεινε εκεί στην "Τέταρτη διάσταση" γράφοντας "Ωδές στον πρίγκιπα", "Τον μικρό πρίγκιπα" εννοείται, για την "Εφηβεία της λήθης" του. Με "Κοχυβαδάκια" έγραφε. Με φως χειμωνιάτικου απογεύματος, δηλαδή με το "μέτρον της κραυγής" του. Σαν να έγραφε για τη μητέρα του Σαρλώ που ήταν "ένα ψαράκι γέλιου".
Ω, ναι. Σ' αυτό το φως το μέτρον, "όνομα μεν ζωή, έργον δε θάνατος". Ένα φως που έχει μεταναστεύσει από το καλοκαίρι κι εκεί θα επιστρέψει. Στην πατρίδα του. Και τώρα τραγουδά το δυοσμαράκι της λύπης του και τον κήπο που "έμπαινε στη θάλασσα" για το δικό της το χατήρι κι εμείς ωφεληθήκαμε από Εκείνη και γίναμε όλοι Ένα για να δούμε τον κήπο να μπαίνει στη θάλασσα καθώς που η "οξώπετρα" γίνεται "Αριάγνη" εις την "οδό των Φιλελλήνων". Καλό φως. Από καλά στημόνια υφασμένο. Για να λέει δίπλα σε μια "Θάλασσα επαγγελίας" "ωδές στον πρίγκιπα" χρόνο. Και να μη στέργει. Δηλαδή, να μη νοσταλγεί αλλά να θυμάται τη νοσταλγία ως απλή μέθοδο κλασμάτων της άχρονης ελπίδας και της άχρονης απελπισίας. Αυτό το χειμωνιάτικο φως του απογεύματος που χόρτασε τη σάρκα όπως τα λιοντάρια χορταίνουν την τροφή γνωρίζοντας ότι και πάλι στην τροφή θα επιστρέψουν. Στο μέτρον το τρομερό του αίματος. Γι' αυτό μ' αρέσει πάντα όταν με κατακλύζει το φως ενός χειμωνιάτικου απογεύματος, να καταφεύγω στον γιο του λιονταριού. Τον Αλέξη Ασλάνογλου: "Αν το παιδί μου γεννηθεί νεκρό, θα είναι δικό σου".
Και τρέμω