Tuesday, January 30, 2007

Ενα σταχυ ύπαρξης


ΠΟΥ το είχα ακούσει αυτό;
Και ποιο ήταν αυτό που είχα ακούσει; Κάτι για χαρά έλεγε μέσα στη νύχτα.
Κάτι όμως που άφηνε χώρο ελεύθερο για να υπάρξει η λύπη.
Και γύρω γεγονότα ελεύθερα. Προσπαθώ να θυμηθώ και προσπαθώ να θυμηθώ γιατί ξέχασα.
Μπορεί -παλιά συνήθεια- να με συνεπήρε κάποιο τραγούδι ή τα μάτια μιας γυναίκας να με ξάφνιασαν.
Μπορεί πάλι να ήταν ο θόρυβος των γεγονότων.
Εντύπως και ατύπως.
Διαβάσματα που σε οδηγούν σε άλλα διαβάσματα, προσπαθώντας να ανακαλύψεις τον πολιτισμό του χρόνου: τη βραδύτητα.


Δηλαδή την ηδύτητα της άφεσης για να φτάσεις στον προορισμό σου.
Μέσα λοιπόν σ' αυτή τη διαδικασία κάτι είχα ακούσει. Φτεράκισε και χάθηκε. Και ίσως γι' αυτό το κάτι να υπήρξε.
Για να χαθεί.
Οπως όλα τα ανεπαίσθητα δράματα της ζωής μας.
Οπως όλα τα μικρά χαρτάκια σημειώσεων που δεν θα ταχυδρομήσουμε ποτέ.
Δεν χρειάζεται. Υπάρχουν για να μην ταχυδρομούνται.
Για να τα διαβάζεις μια Κυριακή πρωί και να ξεκουράζεσαι. Ως εκεί.Εκεί, με μια τελεία μέλλοντος που σου αξίζει.
Βαδίζεις, περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
Ακόμη κι εκεί βαδίζεις προς το μέλλον.
Σε περιμένουν.
Μην ακούς ότι το μέλλον έχει τελειώσει. Ψέματα.
Τέτοια λόγια λένε όσοι θέλουν να σε απελπίσουν και να βγάλουν τα ενάλια χαλίκια από την όρασή σου. Ψέματα.
Τέτοια λόγια λένε όσοι θέλουν να ξεριζώσουν το στάχυ που φροντίζεις, για να φαίνεται ο άνεμος.
Εναν άνεμο είχα ακούσει, ναι!
Αυτό είχα ακούσει.
Κοίταζα το δικό μου στάχυ και ανάσαινα. Ενα και μόνο. Σχεδόν κανένα. Αλλά ήταν.
Και είναι.

Εδώ, με μια θάλασσα ολόκληρη, απόηχους τραγουδιών και ίχνη λευκής αποδημίας.
Οχι λευκής, ολόλευκης. Για να μπορείς να γράψεις τη ζωή σου σ' εκείνα τα μικρά χαρτάκια σημειώσεων που λέγαμε.
Που δεν θα τα ταχυδρομήσεις ποτέ.

Αλλωστε τι μπορείς να ταχυδρομήσεις σε ένα στάχυ; Το πολύ τον ίδιο του τον άνεμο που σε συνεπήρε. Και τον άλλο άνεμο, της ομορφιάς, που θα σε πάει πιο κάτω. Στο γκρεμό του αόρατου.

ΥΓ. Επανέρχομαι, αλλά δεν συνέρχομαι.
Φροντίζω ένα στάχυ ύπαρξης. Ξέρω ότι δεν είναι αειθαλές. Ξέρω όμως ότι μπορεί να το κάνω επιθαλάμιο και να ψιθυρίζει.
Να ψιθυρίζει αυτό που άκουσα και ξέχασα. Να ψιθυρίζει ολόκληρο το άπειρο μέσα σε μια στιγμή.
Να ψιθυρίζει όσα δεν είπα. Και να ανασαίνει το μυαλό μου από ελπίδες λήθης. Από μια λήκυθο -κι αυτή ολόκληρη- φενάκης.

Τίποτα δεν χαρίζω σ' αυτόν που τα θυμάται όλα, για να εκδικηθεί, ο πάμπτωχος. Εγώ ζω μέσα σε πολυτέλεια:
Φροντίζω ένα στάχυ και ίσως να μάθω κάποτε τι έχει να μου πει.

Tuesday, January 16, 2007

ΘΑ ήθελα πολύ να μιλήσουμε

ΘΑ ήθελα πολύ να μιλήσουμε.
Να σχεδιάσουμε πλεύσιμα σχήματα.
Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε για την Ηθική που σε ωθεί προς τον Βερίγειο Πορθμό και πουθενά αλλού. Θα μπορούσαμε να εμπιστευθούμε την πιο τρελή μας σκέψη σε μια στάλα λεμόνι.
Καθώς το φως θα πέφτει χωρίς να εκπίπτει, πολλά θα μπορούσαμε να πούμε. Χαρίζοντας, βεβαίως, τη σιωπή στη σιωπή.Πολλά θα ήθελα να πούμε, χαρίζοντας το λευκό μέσα στο λευκό και μια φωνή να ακκίζεται με τον εαυτό της από πολύ μακριά.
Γύρω βουνά για τον αντίλαλο.
Γύρω θάλασσα για το βυθό.
Μόνο ένα κύμα επάνω στον ουρανό και ένα σύννεφο αντικατοπτρισμού.
Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε.
Με τις λέξεις που μας έχουν στερήσει.
Να βαδίσουμε προς την ομιλία με όλες τις προστακτικές του μέλλοντος. Αυτές, τις χωρίς εσωτερικές αυξήσεις. Που είναι αυτές;Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε για ένα παιδί μ' ένα μπουκέτο λουλούδια κι ένα τραγούδι στα χέρια του.
Δεν τραγουδάει. Και θα ήθελα πολύ να μάθουμε μαζί πώς γίνεται αυτό το τραγούδι.
Σε ποια πληγή του νου.
Ξέρουμε καλά τις εκβολές, αλλά όχι τις πηγές.
Τις πηγές να μάθουμε, τα λευκά φορέματα των αληθεύσεων και ίσως κάποιων τραγουδιών. Με φως απαλό.- Βλέπεις;- Δεν απαντώ.Θα απαντήσω στον απόηχο των γεγονότων. Εκεί. Θέλω πολύ να απαντήσω. Αλλά σε ποιον; Σ' εκείνον που φεύγει. Και σ' εκείνον που έρχεται; Σ' εκείνον που είναι πάντοτε εδώ; Σε ποιον; Το ερώτημα είναι εδώ και είναι όμορφο σαν τραγούδι. Θέλω να πω ότι στα τραγούδια δεν απαντάμε. Απλώς τα τραγουδάμε. Κι έρχεται ο ύστερος χρόνος για να τα υποστηρίζει με μάτια αγίων της διπλανής μας ζωής. Που θα θέλαμε πολύ να τη μιλήσουμε. Και να την κλείσουμε σ' ένα μελωδικό κουτί, ζείδωρο και βυθισμένο στον ουρανό.
Προσοχή: τώρα περνάνε οι Ποιητές. Αυτοί δεν ομιλούν. Εμείς θα θέλαμε πολύ να μιλήσουμε.
Μπορεί για μια γυναίκα.
Προλαβαίνουμε να μιλήσουμε;
Προλαβαίνουμε. Αλίμονό μας αν δεν προλάβουμε.
Το χνούδι από το κορμί σου τρέχει καθώς το ζωγραφίζω. Η άχνα από την ανάσα σου φεύγει, αν δεν την κάνω σιωπή.
Προλαβαίνουμε. Συντελούμε στο αχανές για να μην τελειώσει.Κι όλα αυτά, επειδή θα θέλαμε πολύ να μιλήσουμε.
Περισσότερο για μια σημαία που κυμάτιζε μονάχα με βροχή.
Λιγότερο για το κορμί που μας έστερξε και περισσότερο για το παιχνίδι που θα μας πήγαινε στο παραπέρα του θανάτου.
Στο λίγο πιο κει του έρωτα.Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε.
Μπορούμε;

Με μια λέξη ακόμα.;

Thursday, January 11, 2007





Έρχονται κάτι απογεύματα περίεργα μέσα στον χειμώνα. Κάτι ολόφωτα απογεύματα, όπου όμως το φως δεν είναι θρίαμβος. Αυτό το φως του χειμωνιάτικου απογεύματος που μοιάζει να θέλει να μην ξεφύγει από τον πόνο των συνανθρώπων. Καθόλου ίδιο με τον ορυμαγδό φωτός που συμβαίνει το καλοκαίρι. Τότε εξακοντίζεσαι. Ενώ με το πάμφωτον ενός χειμωνιάτικου απογεύματος θυμάσαι. Θυμάσαι το πρόσκαιρον και το στιγμιαίον του φωτός. Της ζωής της ίδιας. Ακόμα και ο Ηράκλειτος ακούγεται ως λυπημένη εγκαταβίωση: "Όνομα μεν ζωή, έργον δε θάνατος". Γιατί δεν συνεπαίρνει αυτό το φως. Αφίεται στο λίγο της ζωής του, γνωρίζοντας πως αύριο θα βρέξει και ο ουρανός θα κατεβεί χαμηλά, σχεδόν μέσα στο σπίτι για να πει τη σταγόνα του επάνω στο σώμα που φαντασθήκαμε ότι έχουμε ακόμα περισσότερο~ ότι το σώμα επειδή είναι δικό μας, μας ανήκει απολύτως. Το φως ετούτο αποκαλύπτει το ψεύδος της αυτοδιάθεσης του σώματος. Και την επάρκεια, επομένως, της εγκατάλειψης. Σε κάνει να θυμάσαι, αυτό το φως, ακόμα και γεγονότα που δεν έζησες. Σε κάνει να θυμάσαι την "Εικόνα στο χαλί" εκείνης της "Λόττε" που πήγαινε προς τη "Βαϊμάρη" περνώντας από τους πρόποδες του "Μαγικού Βουνού" για να συναντήσει το "Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία" ως έξοδο κινδύνου από το "Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι". Τη συνάντησε; Δεν ξέρουμε. Ποτέ δεν ξέρουμε μέσα στο φως ενός χειμωνιάτικου απογεύματος. Να φαντασθούμε μπορούμε μονάχα τη Λόττε, να συναντά τους "Μπούντεμπροκ" σ' ένα "Πανδοχείο των απομάχων" σε μια "Χώρα του χιονιού".
Και να της διηγούνται "Ελεγεία και σάτιρες" και την "Ιστορία του ξένου και της λυπημένης" και για το πώς ο ξένος συνάντησε τους "Αδελφούς Καραμαζώφ" εκεί "στα ξένα", ακριβώς στον "Ροδώνα με τους χωροφύλακες", σαν άλλος "Κύριος Φογκ" που ποτέ δεν έφυγε από τη θέση του, παρά "ως έλαφος των άστρων" παρέμεινε εκεί στην "Τέταρτη διάσταση" γράφοντας "Ωδές στον πρίγκιπα", "Τον μικρό πρίγκιπα" εννοείται, για την "Εφηβεία της λήθης" του. Με "Κοχυβαδάκια" έγραφε. Με φως χειμωνιάτικου απογεύματος, δηλαδή με το "μέτρον της κραυγής" του. Σαν να έγραφε για τη μητέρα του Σαρλώ που ήταν "ένα ψαράκι γέλιου".
Ω, ναι. Σ' αυτό το φως το μέτρον, "όνομα μεν ζωή, έργον δε θάνατος". Ένα φως που έχει μεταναστεύσει από το καλοκαίρι κι εκεί θα επιστρέψει. Στην πατρίδα του. Και τώρα τραγουδά το δυοσμαράκι της λύπης του και τον κήπο που "έμπαινε στη θάλασσα" για το δικό της το χατήρι κι εμείς ωφεληθήκαμε από Εκείνη και γίναμε όλοι Ένα για να δούμε τον κήπο να μπαίνει στη θάλασσα καθώς που η "οξώπετρα" γίνεται "Αριάγνη" εις την "οδό των Φιλελλήνων". Καλό φως. Από καλά στημόνια υφασμένο. Για να λέει δίπλα σε μια "Θάλασσα επαγγελίας" "ωδές στον πρίγκιπα" χρόνο. Και να μη στέργει. Δηλαδή, να μη νοσταλγεί αλλά να θυμάται τη νοσταλγία ως απλή μέθοδο κλασμάτων της άχρονης ελπίδας και της άχρονης απελπισίας. Αυτό το χειμωνιάτικο φως του απογεύματος που χόρτασε τη σάρκα όπως τα λιοντάρια χορταίνουν την τροφή γνωρίζοντας ότι και πάλι στην τροφή θα επιστρέψουν. Στο μέτρον το τρομερό του αίματος. Γι' αυτό μ' αρέσει πάντα όταν με κατακλύζει το φως ενός χειμωνιάτικου απογεύματος, να καταφεύγω στον γιο του λιονταριού. Τον Αλέξη Ασλάνογλου: "Αν το παιδί μου γεννηθεί νεκρό, θα είναι δικό σου".
Και τρέμω