Thursday, November 16, 2006

Το φως




ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ χτες βράδυ στο χώρο περί του Πολυτεχνείου.

Δεν ξέρω αν έφταιγε το χειμωνιάτικο σκοτάδι ή η δική μου κούραση, αλλά κάπως περίεργα κουρασμένοι μου φάνηκαν και άνθρωποι που περιμέναν στις στάσεις των λεωφορείων ή βαδίζαν μετ' εμποδίων στα πεζοδρόμια.

Σαν κάτι άλλο να τους κούρασε, πιο μεγάλο από τη σωματική προσπάθεια. Πώς να το πω: σαν να αναβλύζουνε μια κουρασμένη μοναξιά που δεν τη θέλησαν. Σαν να φεύγουν από ένα μέρος που δεν θα ήθελαν να είναι και να πηγαίνουν σε ένα άλλο μέρος που δεν θα ήθελαν να πάνε.

Πού και πού περνούσε κάποιο αγκαλιασμένο ζευγάρι γελώντας.

Μια αστραπή, αλλά κανένας δεν κοίταζε, μήτε χαμογέλαγε έτσι όπως χαμογελούν εκείνοι που γλύκανε η ψυχή τους.

Δεν ξέρω, μπορεί και να 'ναι το σκοτάδι...

Μπορεί και να 'ναι το σκοτεινό φως αυτής της ώρας που ρίχνει περίεργες σκιές στο βλέμμα του ανθρώπου και δημιουργεί ένα πολιτισμό λύπης κι έναν ανθώνα από χαμηλές χειρονομίες.

Προσπαθώ να τους φανταστώ στις στιγμές της χαράς τους.

Σε στιγμές μιας πλατιάς αγκαλιάς ή έστω ενός αγγίγματος.

Θα έχουν κουράγιο να φτάσουν ως εκεί;

Θα έχουν τη δύναμη ν' αντέξουν;
Δεν ξέρω. Εκείνο που κατάλαβα χτες εκείνη την περίεργη ώρα όλοι μαζί κι εγώ μαζί μοιάζουμε με τους ήχους μιας φούγκας χωρίς φυγή.

Και με τα χρώματα κάποιας ζωγραφικής διάσπαρτης που το θέμα της βρίσκεται εκτός του συγκεκριμένου πίνακα.

Αυτό ακριβώς θέλω να πω. Εκείνη την ώρα δεν είμαστε συγκεκριμένοι.
Κάπως σαν να μην υπάρχει στόχος ύπαρξης που θα μας κινούσε και θα μας συγκινούσε.
Λες και δεν αγαπήσαμε ποτέ.
Λες και δεν μας αγάπησε ποτέ ένα τραγούδι.
Λες και απουσιάζουμε από τις λέξεις μας.
Και που όταν τις ξαναβρούμε ή θα είναι άλλες λέξεις ή εμείς δεν θα μπορούμε να τις προφέρουμε..
Τόσο φως. Τόσο πολύ φως.
Και από την άλλη μεριά, νομίζω, ότι ο πιο αδικαίωτος άνθρωπος αυτές τις μέρες, αν ζούσε, θα ήταν ο Γκαίτε που ζητούσε "φως, περισσότερο φως".

Το φως είναι εδώ.

Αλλά δεν φωτίζει.

Γιατί είναι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να φωτίζουνε τα φώτα και να τα σημαιοστολίζουνε με λαμπηδόνες.
Κι αυτοί δεν έχουν περίσσευμα υδατοπτώσεων ή μεταλλεύματος που μετατρέπει την ενέργεια σε φως.
Ίσως το μόνο που διαθέτουν αυτή την περίεργη ώρα να είναι η ακοή.

Ακούνε μέσα τους το θόρυβο που παρασέρνει τη ζωή τους.