Thursday, December 07, 2006




Σώπα. Έρχονται Χριστούγεννα . Η χαρά είναι υποχρεωτική.
Σώπα. Η σιωπή είναι υποχρεωτική.

Γιορτάζει η θρησκεία μαζί με το εμπόριο.
Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση -και χρώματος- από την απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου.
Για απόσταση μιλάμε. Ως εδώ. Σώπα.

Έρχονται Χριστούγεννα. Έχεις δικαίωμα μονάχα στη χαρά.
Κανένα δικαίωμα στην λύπη. Θα γιορτάσουμε.
Μη ρωτήσεις τι θα γιορτάσουμε.
Όταν ρωτάς, χαλάει η γιορτή. Χαλάει η σύμπλευση με τους άλλους.
Κι εμείς πρέπει να είμαστε με τους άλλους.
Μ' αυτούς που αγόρασαν δώρα για τα παιδιά τους.
Μ' αυτούς που έκαναν δωρεές σε ιδρύματα και που πρόσφεραν γεύματα στους πάσχοντες.
Πρέπει να είμαστε μ' αυτούς που είμαστε εμείς κι εμείς.
Οι πολλοί.
Να γιορτάσουμε εμείς κι εμείς οι πολλοί την αληθινή θρησκεία μας: την πλειοψηφία.
Το περιούσιον, ούτως ειπείν. Γι' αυτό σώπα.
Τα ρεβεγιόν που κλείνονται από τώρα δεν έχει καιρό για εκείνους.
Τους εκτός θρησκείας μειοψηφούντες. Σήμερα, αύριο, ας τους ξεχάσουμε. Ας ξεχάσουμε το επικολυρικό πρόσωπο της φρίκης.
Σώπα. Έχουμε Χριστούγεννα κι εκείνη είναι τόσο μακρινή που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την βρούμε, όπως δεν βρήκαμε ποτέ το φάντασμα των Χριστουγέννων, ή τους ήρωες των μυθιστορημάτων που αγαπήσαμε, αλλά για τόσο λίγο~ όσο κρατούσε η ανάγνωση.
Όχι η ζωή.
Γι' αυτό σώπα.
Έρχονται γιορτές. Είμαστε πολλοί. Είμαστε πλειοψηφία. Καιρός να φορέσουμε κι εμείς ετούτο το παράσημο. Να μοιάσουμε, να νιώσουμε ίδιοι, αφού το θέλουμε πολύ, να είμαστε ίδιοι. Είναι οι άλλοι που διαφέρουν και είμαστε εμείς που δεν διαφέρουμε. Και είναι μια ευκαιρία να γίνουμε εμείς άλλοι για να ζήσουμε. Άλλοι όμως. Όχι "εκείνοι". Εκείνοι που δεν έχουν σήμερα γιορτή, εκείνοι που δεν θέλουν να συμμετάσχουν, σήμερα δεν είναι εδώ. Απλώς δεν είναι εδώ. Αλλά μη μιλάς για "εκείνους". "Εκείνοι" είναι πάντοτε μειοψηφία, διότι δεν προλαβαίνουν να ζήσουν τόσο ώστε να διεκδικήσουν την οποιαδήποτε θρησκεία εξουσίας. Ούτε στρατός για έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα δεν προλαβαίνουν να γίνουν. Δεν πρόλαβαν ποτέ. Μονάχα μέσα στα ποιήματα πρόλαβαν, που είναι η μνήμη της Ιστορίας. Όχι ως πρόσωπα. Ως σιωπές ανάμεσα στις λέξεις των ποιημάτων. Και ως σιωπές μέσα στα μαθηματικά των λέξεων που αργότερα έγιναν αριθμοί για να μας παρακινήσουν στο έπος και στον λυρισμό. Και στο επικολυρικό παράπτωμα να ελπίζεις ότι οι γιορτές θα είναι, κάποτε, αλλιώς.
Σώπα, λοιπόν. Οι σφαίρες περνάνε δίπλα σου και δεν σε σκοτώνουν. Άλλους σκοτώνουν. "Εκείνους". Πάντοτε "εκείνους" σκοτώνουν. Οι κάθε είδους σφαίρες, τους κάθε είδους εκείνους. Σώπα. Ξέχασε. Προπαντός ξέχασε ότι κάποτε ήσουν κι εσύ ένας "εκείνος". Γλίτωσες όμως. Όσο πιο πολύ σωπάσεις τη σιωπή σου -παρά λίγο, θα έλεγα σκεπάσεις- τόσο περισσότερα θα είναι τα χρόνια. Και θα είσαι πια ένας αλκοολικός της υγείας. Γιατί το αλκοολίκι της υγείας γιορτάζουμε σήμερα. Όχι την αρρώστια της όποιας φυλακής. Μη μιλάς. Εσύ είσαι άρρωστος. Ούτε στο έπος ούτε στη λύπη. Μονάχα στην αγωνία και στο πάθος. Είσαι άρρωστος. Και γι' αυτό απαραίτητος.
Σε χρειαζόμαστε για να ζήσουμε. Σε χρειαζόμαστε περισσότερο για να μην πεθάνουμε. Χρόνια πολλά στον θάνατό σου. Κατά βάθος το ξέρουμε ότι είμαστε μειοψηφία. Κατά βάθος το ξέρουμε ότι γιορτάζουμε -σε κάθε γιορτή- τη μειοψηφία της υπάρξεως.
Παρασύρθηκα. Έπρεπε να σιωπήσω. Αλλά ήταν ακριβή η πέννα που μου χάρισε η μητέρα μου κι έπρεπε κάπως να αποσβέσω τόσους και τόσους απόντες με χρόνια πολλά στη σκέψη τους που ούτε ένα κορμάκι δεν προλάμβαναν να σώσουν τα Χριστούγεννα.
Η άκρη της πέννας μου στάζει αίμα. Και δεν μπορώ να σωπάσω. Χρυσόν αίμα η σιωπή μου. Χρυσόν αίμα "εκείνοι" που δεν ενδιαφέρονται, ακόμα κι αν τους παραλάβουν τα χρηματιστήρια. Αλλού παίζουν. Με παίκτες σκληρούς που κρατάνε στα χέρια τους το φλος ρουαγιάλ της Ιστορίας. Νομίζοντας ότι η Ιστορία είναι πόκα. Χωρίς να ξέρουν ότι η Ιστορία είναι αλλού. Κι ας μην είναι όπως ήταν κάποτε.
Ώστε σιωπή. Χρόνια πολλά στο έπος και στον λυρισμό.

Thursday, November 16, 2006

Το φως




ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ χτες βράδυ στο χώρο περί του Πολυτεχνείου.

Δεν ξέρω αν έφταιγε το χειμωνιάτικο σκοτάδι ή η δική μου κούραση, αλλά κάπως περίεργα κουρασμένοι μου φάνηκαν και άνθρωποι που περιμέναν στις στάσεις των λεωφορείων ή βαδίζαν μετ' εμποδίων στα πεζοδρόμια.

Σαν κάτι άλλο να τους κούρασε, πιο μεγάλο από τη σωματική προσπάθεια. Πώς να το πω: σαν να αναβλύζουνε μια κουρασμένη μοναξιά που δεν τη θέλησαν. Σαν να φεύγουν από ένα μέρος που δεν θα ήθελαν να είναι και να πηγαίνουν σε ένα άλλο μέρος που δεν θα ήθελαν να πάνε.

Πού και πού περνούσε κάποιο αγκαλιασμένο ζευγάρι γελώντας.

Μια αστραπή, αλλά κανένας δεν κοίταζε, μήτε χαμογέλαγε έτσι όπως χαμογελούν εκείνοι που γλύκανε η ψυχή τους.

Δεν ξέρω, μπορεί και να 'ναι το σκοτάδι...

Μπορεί και να 'ναι το σκοτεινό φως αυτής της ώρας που ρίχνει περίεργες σκιές στο βλέμμα του ανθρώπου και δημιουργεί ένα πολιτισμό λύπης κι έναν ανθώνα από χαμηλές χειρονομίες.

Προσπαθώ να τους φανταστώ στις στιγμές της χαράς τους.

Σε στιγμές μιας πλατιάς αγκαλιάς ή έστω ενός αγγίγματος.

Θα έχουν κουράγιο να φτάσουν ως εκεί;

Θα έχουν τη δύναμη ν' αντέξουν;
Δεν ξέρω. Εκείνο που κατάλαβα χτες εκείνη την περίεργη ώρα όλοι μαζί κι εγώ μαζί μοιάζουμε με τους ήχους μιας φούγκας χωρίς φυγή.

Και με τα χρώματα κάποιας ζωγραφικής διάσπαρτης που το θέμα της βρίσκεται εκτός του συγκεκριμένου πίνακα.

Αυτό ακριβώς θέλω να πω. Εκείνη την ώρα δεν είμαστε συγκεκριμένοι.
Κάπως σαν να μην υπάρχει στόχος ύπαρξης που θα μας κινούσε και θα μας συγκινούσε.
Λες και δεν αγαπήσαμε ποτέ.
Λες και δεν μας αγάπησε ποτέ ένα τραγούδι.
Λες και απουσιάζουμε από τις λέξεις μας.
Και που όταν τις ξαναβρούμε ή θα είναι άλλες λέξεις ή εμείς δεν θα μπορούμε να τις προφέρουμε..
Τόσο φως. Τόσο πολύ φως.
Και από την άλλη μεριά, νομίζω, ότι ο πιο αδικαίωτος άνθρωπος αυτές τις μέρες, αν ζούσε, θα ήταν ο Γκαίτε που ζητούσε "φως, περισσότερο φως".

Το φως είναι εδώ.

Αλλά δεν φωτίζει.

Γιατί είναι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να φωτίζουνε τα φώτα και να τα σημαιοστολίζουνε με λαμπηδόνες.
Κι αυτοί δεν έχουν περίσσευμα υδατοπτώσεων ή μεταλλεύματος που μετατρέπει την ενέργεια σε φως.
Ίσως το μόνο που διαθέτουν αυτή την περίεργη ώρα να είναι η ακοή.

Ακούνε μέσα τους το θόρυβο που παρασέρνει τη ζωή τους.