Monday, February 26, 2007

Απλώς ρωτάω.


Μέσα στον πυρετό μου έβλεπα από το παράθυρο συνέχεια τις λεύκες της γειτονιάς μου.
Έτσι γυμνές από φύλλα και μέσα στο θόρυβο.
Απλώς ένα σύνολο ξύλου ανεπτυγμένου, που μοιάζει ότι δεν πάει πουθενά.
Αναίτιο ξύλο, να μεγαλώνει μέσα του, το από κάτω νερό της πόλης.
Γιατί περνάει νερό κάτω από τις λεύκες.
Που παραμένουν λεύκες μέσα στο γκρίζο των ημερών.

Κρατώντας ακόμη και τώρα κάτι κίτρινα φυλλαράκια σαν σημαιούλες ενός καλοκαιριού που πέρασε ανεπιστρεπτί και μια ζέστη που πάγωσε, δείχνοντας τώρα πια μονάχα την κατεύθυνση του ανέμου.
Επιμένουν. Δεν πέφτουν.
Κυματίζουν, αλλά κανένας δεν ακολουθεί σημαίες εκλιπόντος φωτός.
Κάτι λεύκες ασήμαντες είναι, άλλωστε.
Τι να σου κάνουν και οι λεύκες.
Ξύλα από νερό και άνοιξη.
Κάπως σαν αποσιωπητικά του χειμώνα.
Τέτοιες είναι οι λεύκες της γειτονιάς μου, όπως όλες οι λεύκες που βρίσκονται στα διαζώματα των δρόμων.
Μικρές συστάδες εγκατάλειψης και αναπεπταμένων σχημάτων, σχεδόν αναίτια.
Το έδαφος δεν φαίνεται και ο ουρανός χαμηλός.
Οι λεύκες δεν συντελούν στο τοπίο. Σιγά σιγά καταβυθίζονται στο παρόν.
Δεν παρεμβαίνουν. Προσπαθούν να υπάρξουν με φόβο. Τέτοια σχήματα, ασήμαντα.
Ούτε δασώδη ούτε σχήματα μιας ενάλιας δόξας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λεύκες της γειτονιάς μου διδάσκουν το ενδόξως ασήμαντο. Αυτό που πάει μακριά μέσα στο χώμα και υψώνεται στον ουρανό χωρίς να το βλέπει κανείς. Ένα σχήμα για να συντηρεί το περιβάλλον, σχήμα που διαρκώς και αγριεύει.
Το κινητό και το ακίνητο περιβάλλον.
Το ακίνητο παλιώνει γρήγορα, ασχημαίνει γρήγορα, γερνάει γρήγορα.
Το κινητό προσπερνάει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο βιαστικά, όλο και πιο ηχηρά.
Και οι λεύκες δεν έχουν τη δυνατότητα να αντηχήσουν.
Είναι εκεί. Γλυπτά σε μια ζωφόρο κίνησης.
Όπως όλα τα ασήμαντα πλάσματα της ζωής σου.
Που τα προσπερνάς για να περάσεις απέναντι.
Χωρίς να ξέρεις ότι η ομορφιά, όταν δεν την βλέπεις, σε καταβάλλει.
Και φτάνεις σ' αυτό, το τόσο κοντινό "απέναντι", κουρασμένος.
Λες και έχεις διασχίσει μια τεράστια απόσταση τρέχοντας.
Λες και χάθηκε ο προορισμός της βιασύνης κάπου στη διαδρομή.
Εκεί ακριβώς όπου φυτρώνουν οι λεύκες της γειτονιάς μου.
Στη μέση της διαδρομής. Στην κοίτη του δυσανάγνωστου νερού.
Κι εσύ γίνεσαι αναλφάβητος, αφού αρνείσαι να κοπιάσεις για την ανάγνωση της ομορφιάς.
Όμως κάποτε ο χειμώνας περνάει και οι λεύκες της γειτονιάς μου είναι πάντοτε εκεί, όπως όλα τα ασήμαντα πλάσματα.
Θριαμβεύουν με ένα λεπτό χνούδι που γεμίζει τον αέρα.
Κυματίζουν με καινούργια φυλλώματα.
Ανασαίνουμε ίσκιο. Στ' αλήθεια ανασαίνουμε;
Αν δεν μπορούμε να ψελλίσουμε το χνούδι, αν δεν μπορούμε να ψελλίσουμε το ασήμαντο που συντηρήθηκε με αγωνία, πώς είναι δυνατόν να ανασαίνουμε;
Απλώς ρωτάω.

5 comments:

just me said...

Είχα δηλώσει "παρούσα εν τη απουσία" μου ως αναγνώστριά σας, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να ξαναπώ "γράφετε συγκινητικά ωραία κείμενα". Και έτσι μόνα τους ριγμένα στο ηλεκτρονικό σύμπαν, μου φαίνονται τόσο ευάλωτα και απροστάτευτα _δεν φοβάστε τους κλέφτες;

Black Swan said...

@ just me

Thanks


Μα κλέφτης είμαι και εγώ διαβάζοντας εδώ και 40 χρόνια άλλων κείμενα.

Παλιά που δημοσίευσα κάτι κείμενα μου εδώ και εκεί , εντελώς ξαφνικά έλαβα πριν τρία χρόνια (αν θυμάμαι καλά) μια επιταγή για πνευματικά δικαιώματα σαράντα πέντε ευρώ !!!!!!


Λεφτά ουρανοκατέβατα.

Και είπα στον εαυτό μου

πάρε ένα καινούργιο ξυραφάκι για να ξυρίζεσαι καλύτερα.


Και μετά σκέφτηκα: Όχι, το ξυραφάκι αντέχει για τουλάχιστον ένα ξύρισμα ακόμη, μπορεί και δύο.

Γιατί να είμαι σπάταλος;


Αλλά μετά το σκέφτηκα ακόμη παραπέρα: το σπίτι έχει καινούργια κεραμοσκεπή, καινούργιο αθόρυβο καυστήρα στο υπόγειο, καινούργια υδραυλικά στο μικρό λουτρό .


Όλοι οι λογαριασμοί έχουν πληρωθεί, και περισσεύουν λεφτά στην τράπεζα που τοκίζονται με τρία τοις εκατό, για τα γεράματά μας.

Τι στο διάβολο, σκέφτηκα, το σκέφτεσαι τόσο - κι έτσι αγορασα ενα καινούργιο ξυραφάκι.




Και κοιτάξτε πώς πετσοκόφτηκα.


Σχεδόν έκοψα το αυτί μου!!!!!!

Τίποτα said...

Φοβάμαι τη στιγμή που όλες οι λεύκες της ζωής μου θα υψωθούν δάσος εφιαλτικό μπροστά μου και θα ζητήσουν το λόγο. Γιατί θα μου τον ζητήσουν. Και απάντηση δε θα έχω να δώσω στις λεύκες αυτές τις ασήμαντες.

just me said...
This comment has been removed by the author.
just me said...

VINCENT(by Don McLean)

Starry
starry night
paint your palette blue and grey

look out on a summer's day
with eyes that know the
darkness in my soul.
Shadows on the hills
sketch the trees and the daffodils

catch the breeze and the winter chills

in colors on the snowy linen land.
And now I understand what you tried to say to me

how you suffered for your sanity
how you tried to set them free.
They would not listen
they did not know how

perhaps they'll listen now.

Starry
starry night
flaming flo'rs that brightly blaze

swirling clouds in violet haze reflect in
Vincent's eyes of China blue.
Colors changing hue
morning fields of amber grain

weathered faces lined in pain
are soothed beneath the artist's
loving hand.
And now I understand what you tried to say to me

how you suffered for your sanity
how you tried to set them free.
perhaps they'll listen now.

For they could not love you
but still your love was true

and when no hope was left in sight on that starry
starry night.
You took your life
as lovers often do;
But I could have told you
Vincent
this world was never
meant for one
as beautiful as you.

Starry
starry night
portraits hung in empty halls

frameless heads on nameless walls
with eyes
that watch the world and can't forget.
Like the stranger that you've met

the ragged men in ragged clothes

the silver thorn of bloddy rose
lie crushed and broken
on the virgin snow.
And now I think I know what you tried to say to me

how you suffered for your sanity

how you tried to set them free.
They would not listen
they're not
list'ning still
perhaps they never will.

(...και μακριά από ξυραφάκια· ωραία είναι και τα γένια!)