
Μέσα στον πυρετό μου έβλεπα από το παράθυρο συνέχεια τις λεύκες της γειτονιάς μου.
Έτσι γυμνές από φύλλα και μέσα στο θόρυβο.
Απλώς ένα σύνολο ξύλου ανεπτυγμένου, που μοιάζει ότι δεν πάει πουθενά.
Απλώς ένα σύνολο ξύλου ανεπτυγμένου, που μοιάζει ότι δεν πάει πουθενά.
Αναίτιο ξύλο, να μεγαλώνει μέσα του, το από κάτω νερό της πόλης.
Γιατί περνάει νερό κάτω από τις λεύκες.
Που παραμένουν λεύκες μέσα στο γκρίζο των ημερών.
Κρατώντας ακόμη και τώρα κάτι κίτρινα φυλλαράκια σαν σημαιούλες ενός καλοκαιριού που πέρασε ανεπιστρεπτί και μια ζέστη που πάγωσε, δείχνοντας τώρα πια μονάχα την κατεύθυνση του ανέμου.
Επιμένουν. Δεν πέφτουν.
Κυματίζουν, αλλά κανένας δεν ακολουθεί σημαίες εκλιπόντος φωτός.
Κάτι λεύκες ασήμαντες είναι, άλλωστε.
Τι να σου κάνουν και οι λεύκες.
Ξύλα από νερό και άνοιξη.
Κάπως σαν αποσιωπητικά του χειμώνα.
Τέτοιες είναι οι λεύκες της γειτονιάς μου, όπως όλες οι λεύκες που βρίσκονται στα διαζώματα των δρόμων.
Μικρές συστάδες εγκατάλειψης και αναπεπταμένων σχημάτων, σχεδόν αναίτια.
Το έδαφος δεν φαίνεται και ο ουρανός χαμηλός.
Οι λεύκες δεν συντελούν στο τοπίο. Σιγά σιγά καταβυθίζονται στο παρόν.
Δεν παρεμβαίνουν. Προσπαθούν να υπάρξουν με φόβο. Τέτοια σχήματα, ασήμαντα.
Ούτε δασώδη ούτε σχήματα μιας ενάλιας δόξας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λεύκες της γειτονιάς μου διδάσκουν το ενδόξως ασήμαντο. Αυτό που πάει μακριά μέσα στο χώμα και υψώνεται στον ουρανό χωρίς να το βλέπει κανείς. Ένα σχήμα για να συντηρεί το περιβάλλον, σχήμα που διαρκώς και αγριεύει.
Το κινητό και το ακίνητο περιβάλλον.
Το ακίνητο παλιώνει γρήγορα, ασχημαίνει γρήγορα, γερνάει γρήγορα.
Το κινητό προσπερνάει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο βιαστικά, όλο και πιο ηχηρά.
Και οι λεύκες δεν έχουν τη δυνατότητα να αντηχήσουν.
Είναι εκεί. Γλυπτά σε μια ζωφόρο κίνησης.
Όπως όλα τα ασήμαντα πλάσματα της ζωής σου.
Που τα προσπερνάς για να περάσεις απέναντι.
Χωρίς να ξέρεις ότι η ομορφιά, όταν δεν την βλέπεις, σε καταβάλλει.
Και φτάνεις σ' αυτό, το τόσο κοντινό "απέναντι", κουρασμένος.
Λες και έχεις διασχίσει μια τεράστια απόσταση τρέχοντας.
Λες και χάθηκε ο προορισμός της βιασύνης κάπου στη διαδρομή.
Εκεί ακριβώς όπου φυτρώνουν οι λεύκες της γειτονιάς μου.
Στη μέση της διαδρομής. Στην κοίτη του δυσανάγνωστου νερού.
Κι εσύ γίνεσαι αναλφάβητος, αφού αρνείσαι να κοπιάσεις για την ανάγνωση της ομορφιάς.
Όμως κάποτε ο χειμώνας περνάει και οι λεύκες της γειτονιάς μου είναι πάντοτε εκεί, όπως όλα τα ασήμαντα πλάσματα.
Θριαμβεύουν με ένα λεπτό χνούδι που γεμίζει τον αέρα.
Κυματίζουν με καινούργια φυλλώματα.
Ανασαίνουμε ίσκιο. Στ' αλήθεια ανασαίνουμε;
Αν δεν μπορούμε να ψελλίσουμε το χνούδι, αν δεν μπορούμε να ψελλίσουμε το ασήμαντο που συντηρήθηκε με αγωνία, πώς είναι δυνατόν να ανασαίνουμε;
Απλώς ρωτάω.